- περιτρίγυρα
- επίρρ. кругом, вокруг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιτρίγυρα — Ν επίρρ. γύρω γύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τριγύρω + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
περιτρίγυρα — επίρρ., γύρω γύρω, ολόγυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)